προφέσορας

προφέσορας
και προφεσόρος, ο, θηλ. προφεσόρα, Ν
1. αυτός που ξέρει κάτι πολύ καλά, ο ειδικός σε κάτι
2. ειρων. δάσκαλος, καθηγητής, σοφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. professore < λατ. professor «διδάσκαλος, καθηγητής» < profiteor «ομολογώ, διδάσκω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”